- άπειρος
- (I)-η, -ο (AM ἄπειρος, -ον) [πείρα]1. αυτός που δεν έχει πείρα σε κάτι, που δεν το γνωρίζει, ο ασυνήθιστος2. (απολ.) αδαής, αμαθής.————————(II)-η, -ο (AM ἄπειρος, -ον) [πείραρ, πέρας]1. απεριόριστος, απέραντος2. αμέτρητος, απειροπληθής3. το ουδ. ως ουσ. το άπειρο(ν)το αχανές, η άπειρη ύληνεοελλ.φρ. «επ' άπειρον» — χωρίς τέλος, αιώνιααρχ.1. ο χωρίς τέλος, ατελεύτητος, κυκλικός2. (για ενδύματα) αυτός στον οποίο μπλέκεται κανείς χωρίς διέξοδο, χωρίς διαφυγή.
Dictionary of Greek. 2013.